πίστη

πίστη
1) fidélité
2) foi

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… …   Dictionary of Greek

  • πίστη — η 1. πεποίθηση, παραδοχή, εμπιστοσύνη: Μη δίνεις πίστη στα λόγια του. 2. ακλόνητη παραδοχή, αλήθεια χωρίς εμπειρικό έλεγχο: Πίστη στο Θεό. 3. τήρηση υποχρεώσεων: Συζυγική πίστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιστῇ — πιστός 1 liquid fem dat sg (attic epic ionic) πιστός 2 to be trusted fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστή — πιστός 1 liquid fem nom/voc sg (attic epic ionic) πιστός 2 to be trusted fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πίστη του Βορρά — Μεγάλη εμπορική τράπεζα καταθέσεων. Ιδρύθηκε το 1848 με την ονομασία Προεξοφλητικό Κατάστημα Λίλης και το 1866 αναδιοργανώθηκε σε Τράπεζα Βιομηχανικής Πίστης και Καταθέσεων Λίλης. Τη σημερινή ονομασία της πήρε το 1884. Η διεύθυνση της τράπεζας… …   Dictionary of Greek

  • αγροτική πίστη — Η ενίσχυση με ποικίλες μορφές δανεισμού της αγροτικής παραγωγής. Η α.π. διακρίνεται: α) Με βάση τον σκοπό δανεισμού, σε καταναλωτική και παραγωγική. Η πρώτη σκοπεύει στην εξυπηρέτηση άμεσων προσωπικών ή οικογενειακών αναγκών του αγρότη, ενώ η… …   Dictionary of Greek

  • δημόσια πίστη — Η εμπιστοσύνη των πολιτών στη δημόσια εξουσία και στα πολιτειακά όργανα. Η διατάραξη ή ο κλονισμός αυτής της πίστης αποτελεί σοβαρό ποινικό αδίκημα, όταν γίνεται με τη διασπορά ψευδών ειδήσεων ή με φήμες που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες… …   Dictionary of Greek

  • πίστωσηή πίστη — Πράξη ανταλλαγής οικονομικών αγαθών μεταξύ δύο προσώπων, που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η προσφορά του ενός δεν είναι ταυτόχρονη με την προσφορά του άλλου. Η π. είναι λοιπόν η ανταλλαγή ενός σημερινού αγαθού έναντι ενός μέλλοντος αγαθού ή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”